Ανυπόμονος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανυπόμονος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeduldig, ongeduldige, impatient, ongeduld, ongeduldig zijn
Ανυπόμονος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυπόμονος

ανυπόμονοσ συνώνυμα, πάτερ ανυπόμονος, παπα ανυπόμονοσ, ανυπόμονος english, καπετάν ανυπόμονοσ, ανυπόμονος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανυπόμονος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανυπομονησία στα ολλανδικά - ongeduld, ongeduldig, het ongeduld, van ongeduld
  • ανυποχώρητος στα ολλανδικά - vasthoudend, hardnekkige, vasthoudende, taaie, hardnekkig
  • ανυπόφορος στα ολλανδικά - onduldbaar, onuitstaanbaar, onuitstaanbare, ondraaglijke, ondraaglijk
  • ανυψώνω στα ολλανδικά - fokken, verhogen, opslaan, verheffen, ophogen, heffen, dresseren, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανυπόμονος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongeduldig, ongeduldige, impatient, ongeduld, ongeduldig zijn