Λέξη: πολιορκώ

Σχετικές λέξεις: πολιορκώ

πολιορκώ λεξικό

Συνώνυμα: πολιορκώ

πιέζω

Μεταφράσεις: πολιορκώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
besiege, beleaguer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asediar, sitiar, cercar, beleaguer, pun, cerca El, cerque, cercan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belagern, überhäufen, überschütten, bela, beleaguer, umlagern
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assiégent, assiégeons, cerner, ceindre, entourer, encercler, assiéger, assaillir, assiégez, obséder, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assediare, assilla, assilla Il, assillano, assilla la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sitiar, cercar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belegeren, belegert
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окружить, обложить, осаждать, окружать
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beleire, beleaguer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
belägra, BELÄGRA
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piirittää, saartaa, ahdistaa, kiusata
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
belejr, belejre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obtěžovat, obklíčit, obléhat, oblehnout
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagabywać, otaczać, napastować, oblegać, oblec, beleaguer
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ostromol
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşatma, kuşatmak, beleaguer, rahat vermemek, etrafını sarmak, üstüne gelmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оточіть, осаджувати, оточити, оточувати, обкласти, брати в облогу, облогу, в облогу, облягати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrethoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обкръжавам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абложваць, рабіць аблогі, асаджваць, атачаць, аблогі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirama, Ahdistaa, Kiusata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opsjesti, opkoliti, mučiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beleaguer
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsiausti, apgulti, Aplenkt, Obec
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aplenkt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
beleaguer
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asedia
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
beleaguer
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obliehať
Τυχαίες λέξεις