Ανώτερος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανώτερος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
superieur, opperste, superieure, superior, een superieure, beter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανώτερος
ανώτερος νους, ανώτεροσ κλήροσ, ανώτερος άνθρωπος, ανώτερος ταξιάρχης του τάγματος της τιμής, ανώτερος συνώνυμα, ανώτερος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανώτερος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανώριμος στα ολλανδικά - jeugdig, onvolwassen, onrijp, onrijpe, onvolgroeide, immature
- ανώτατος στα ολλανδικά - soeverein, oppermachtig, top, boven, bovenkant, bovenste, bovenaan
- αξέχαστος στα ολλανδικά - heuglijk, gedenkwaardig, onvergetelijk, onvergetelijke, plezierig, een onvergetelijke
- αξία στα ολλανδικά - verdienste, verdienen, toekomen, gehalte, waarderen, achten, taxeren, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανώτερος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: superieur, opperste, superieure, superior, een superieure, beter
Μεταφράσεις: superieur, opperste, superieure, superior, een superieure, beter