Αποστολικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποστολικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apostolisch, apostolische, de apostolische, Apostolic
Αποστολικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποστολικός

αποστολικός κανόνας, αποστολικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποστολικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποστερώ στα ολλανδικά - beroven, beroofd, van kinderen beroven, kinderen beroven, beroofd en
  • αποστολή στα ολλανδικά - vracht, missie, zending, opdracht, afvaardiging, taak, delegatie, ...
  • αποστράτευση στα ολλανδικά - pensioen, demobilisatie, demobilisering, demobilisatie-, de demobilisatie, voor demobilisatie
  • αποστραγγίζω στα ολλανδικά - draineren, aftappen, afwateren, afvoerkanaal, afvoer
Τυχαίες λέξεις
Αποστολικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: apostolisch, apostolische, de apostolische, Apostolic