Λέξη: δυνάμεις

Σχετικές λέξεις: δυνάμεις

δυνάμεις αλεξιπτωτιστών, δυνάμεις του porter, δυνάμεις συνοχής, δυνάμεις της κοινωνίας, δυνάμεις κινούμενων ρευστών σε στερεά σώματα, δυνάμεις του e, δυνάμεις van der waals, δυνάμεις του αιγαίου, δυνάμεις καταδρομών, δυνάμεις του 2, ειδικές δυνάμεις, ένοπλες δυνάμεις

Μεταφράσεις: δυνάμεις

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stamina, forces, strengths, powers, force, forces of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resistencia, vigor, vitalidad, fuerzas, las fuerzas, fuerzas de, las fuerzas de, fuerzas del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
energie, stehvermögen, ausdauer, Streitkräfte, Kräfte, Kräften
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vitalité, persévérance, solidité, constance, endurance, énergie, vigueur, forces, les forces, des forces, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forze, le forze, forze di, delle forze, forza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forças, as forças, forças de, força, das forças
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krachten, strijdkrachten, troepen, machten, de krachten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стойкость, выносливость, выдержка, тычинка, сил, силы, войска, силами
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utholdenhet, styrker, krefter, styrkene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kraft, krafter, styrkor, krafterna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunto, heteet, kestävyys, joukot, voimat, voimia, joukkojen, voimien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kræfter, styrker, sammen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vytrvalost, odolnost, vitalita, síly, sil, jednotky, silami
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrwałość, witalność, wytrzymałość, wigor, energia, wojska, siły, sił, Forces, Wymusza
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erők, erőket, erői, erő, erőknek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güçler, kuvvetleri, güçleri, kuvvetler, güçlerinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тичинки, сил, сили
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forcat, forcat e, forca, forcave, forcave të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
войски, сили, силите, силите на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сіл, сілаў, сілы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
visadus, sitkus, relvajõud, jõud, jõudude, vägede, väed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdržljivost, otpornost, snaga, snage, sile, snagama, sila
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveitir, öfl, herafla, herlið, hersveitir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kariuomenė, pajėgos, jėgos, pajėgų, jėgų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spēki, spēkiem, spēku, spēkus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сили, силите, силите на, сили на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Forțele, forțe, forțelor, fortele, forte
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sile, sil, enote, silam
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vitalita, výdrž, energie, sily, silu, síl, sila

Στατιστικά δημοτικότητας: δυνάμεις

Τυχαίες λέξεις