Ασημαντότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ασημαντότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbeduidendheid, nietigheid, geringe aandeel, onbelangrijkheid, onbetekenendheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασημαντότητα
ασημαντότητα του ανθρώπου, ασημαντότητα συνώνυμο, ασημαντότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασημαντότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ασημένιος στα ολλανδικά - zilver, zilveren, verzilveren, Silver
- ασημί στα ολλανδικά - zilver, verzilveren, zilveren, silver
- ασθένεια στα ολλανδικά - ziekten, aandoening, ziekte, kwaal, de ziekte, ziekte van, de ziekte van
- ασθενής στα ολλανδικά - patiënt, zieke, geduldig, de patiënt, patiënten, patient
Τυχαίες λέξεις
Ασημαντότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbeduidendheid, nietigheid, geringe aandeel, onbelangrijkheid, onbetekenendheid
Μεταφράσεις: onbeduidendheid, nietigheid, geringe aandeel, onbelangrijkheid, onbetekenendheid