Ασπιρίνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: ασπιρίνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aspirine, aspirin, acetylsalicylzuur, van aspirine, aspirientje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασπιρίνη
ασπιρίνη γαληνος, ασπιρίνη μποφίλιου, ασπιρίνη για τα σπυρακια, ασπιρίνη - νατάσα μποφίλιου, ασπιρίνη για την ακμή, ασπιρίνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασπιρίνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ασκώ στα ολλανδικά - beoefenen, achtervolgen, oefenen, vervolgen, drillen, betrachten, najagen, ...
- ασπίδα στα ολλανδικά - uithangbord, bordje, bord, stootkussen, buffer, bumper, schild, ...
- ασπρίζω στα ολλανδικά - witten, bleken, witter, witter te, witter te maken
- ασπόνδυλος στα ολλανδικά - ongewerveld, invertebrate, ongewervelde, ruggegraat, zonder ruggegraat
Τυχαίες λέξεις
Ασπιρίνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aspirine, aspirin, acetylsalicylzuur, van aspirine, aspirientje
Μεταφράσεις: aspirine, aspirin, acetylsalicylzuur, van aspirine, aspirientje