Αυστηρότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυστηρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρότητα
αυστηρότητα γνωμικά, αυστηρότητα αποφθέγματα, αυστηρότητα σημασία, αυστηρότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυστηρότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυστηρά στα ολλανδικά - strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste
- αυστηρός στα ολλανδικά - somber, naargeestig, star, strak, zitvlak, achterste, mistroostig, ...
- αυτά στα ολλανδικά - hun, ze, deze, die, van deze, dit, volgende
- αυτάρεσκος στα ολλανδικά - zelfgenoegzaam, uitgestreken, zelfvoldaan, zelfvoldane, smug
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness
Μεταφράσεις: strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness