Αυστηρότητα στα σουηδικά
Μετάφραση: αυστηρότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, stränghet, stränga, strictness, strängt, strikthet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρότητα
αυστηρότητα γνωμικά, αυστηρότητα αποφθέγματα, αυστηρότητα σημασία, αυστηρότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, αυστηρότητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αυστηρά στα σουηδικά - strikt, strängt, absolut, helt, restriktivt
- αυστηρός στα σουηδικά - fast, trist, hård, bister, barsk, absolut, stel, ...
- αυτά στα σουηδικά - dem, dessa, detta, följande
- αυτάρεσκος στα σουηδικά - självbelåtna, trångsynta, självbelåten, smug, självbelåtet
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skärpa, stränghet, stränga, strictness, strängt, strikthet
Μεταφράσεις: skärpa, stränghet, stränga, strictness, strängt, strikthet