Αυτοκινητιστής στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτοκινητιστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
automobilist, automobilisten, autobestuurder, motorist, automobilist die
Αυτοκινητιστής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοκινητιστής

αυτοκινητιστής εμπορική ιδιότητα, αυτοκινητιστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοκινητιστής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοκίνητο στα ολλανδικά - automobiel, wagen, kar, auto, de auto, car
  • αυτοκίνητος στα ολλανδικά - zelf-, zichzelf, zelf, eigen
  • αυτοκράτορας στα ολλανδικά - keizer, Emperor, de keizer
  • αυτοκρατορία στα ολλανδικά - imperium, keizerrijk, rijk, Empire, het Imperium
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκινητιστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: automobilist, automobilisten, autobestuurder, motorist, automobilist die