Αόριστα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αόριστα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
losjes, los, losse, de schouder, schouder
Αόριστα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αόριστα

αόριστα ολοκληρώματα ασκησεις, αόριστα άρθρα ασκήσεις, αόριστα άρθρα, αόριστα και οριστικά άρθρα, αόριστα επίθετα, αόριστα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αόριστα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αϋπνία στα ολλανδικά - slapeloosheid, insomnia, van slapeloosheid, insomnie, slapeloosheid te
  • αόρατος στα ολλανδικά - onzichtbaar, onzichtbare, zichtbaar, onzichtbaar is, onzichtbaar zijn
  • αύγουστος. στα ολλανδικά - augustus, oogstmaand
  • αύξηση στα ολλανδικά - aangroeien, opslag, uitbouwen, verhoging, vergroten, wassen, vermeerderen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αόριστα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: losjes, los, losse, de schouder, schouder