Λέξη: στάζω

Συνώνυμα: στάζω

στραγγίζω, σταλάζω, πίπτω, ρίχνω, αφήνω να πέσει, διαρρέω, ξεφεύγω, ξεσπώ, εκρηγνύομαι, σκάζω, εκσπώ, λαρυγγίζω, τερετίζω, κελαηδώ

Μεταφράσεις: στάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drip, ooze, trickle, trill, seep
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rezumarse, cieno, goteo, barro, colar, gotear, destilar, exudar, escurrir, lodo, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lecken, schlamm, sickern, tropfen, durchsickern, schleim, Triller, trill, Trillers, Trillern
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
limon, suinter, s'égoutter, s'infiltrer, dégouliner, dégoutter, bourbe, ruisseler, couler, boue, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
limo, stillare, grondare, melma, fango, trillo, trill, trillare, trilli, gorgheggio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brindar, gotejamento, pingar, pingo, gotejar, gota, trinado, trill, trilo, gorjeio, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
druppel, modder, slijk, lik, slik, druipen, drop, droppel, druppelen, slib, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сочиться, слизь, засыпаться, капель, просочиться, стечь, капанье, цевка, просачивание, крапать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dryppe, gjørme, slam, drypp, mudder, dynn, trille, trill, triller
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dy, slam, droppa, drypa, trill, drill, drillen, drilla
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valua, pisaroida, tihkua, lima, norua, noro, kihota, herua, vuotaa, lieju, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dryppe, trille, Trill, effekterne Trill, trillen, trilletabeller
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kapat, bahno, stékat, skapávat, mokvat, kanout, prosakovat, odkapávat, kal, bláto, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szlam, ociekać, strużka, kapać, muł, sączyć, ciurkać, nakapać, nasączać, ujawniać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
párta, csorgó, csöpp, átcsurgás, takony, eresz, málé, lecsepegés, nyirkosság, trilla, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damlamak, ötüş, ses titremesi, trill, tril, trilleri
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мул, капіж, крапання, крапля, краплин, цівка, крапати, капати, трель, трелі, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pikon, kulloj, rrjedh, dredhje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
струйка, трели, тремоло, извивам трели, треперливо чуруликане на птица
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грязь, трэль, пошчак, трэлі, трель, пошчакам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tilgutama, nirisema, immitsema, löga, tilkuma, tilkumine, muda, lõõritama, linnulõõritus, värihäälik, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
padati, napuštati, procuriti, curiti, kapanje, glib, nestajati, mulj, dobovanje, rominjanje, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drjúpa, Trill
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašėti, suokti, Trele, Daryti trele, Ciurlikać, suokimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trilleris
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тремоло, возбуда, вибранта
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tril, Trill, Trilul, cânta în triluri, pirui
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stékat, Triler, trill
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kal, trilok, trylek
Τυχαίες λέξεις