Βάθος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βάθος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diepte, kolk, diepgaande, grondige, de diepte, diepgaand
Βάθος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάθος

βάθος κόλπου γυναίκας, βάθος κήπος, βάθος αναδρομής, βάθος χρώματος, βάθος πεδίου διάφραγμα, βάθος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βάθος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βάγια στα ολλανδικά - ziekenverpleegster, ziekenzuster, verpleegster, verzorgen, palm, handpalm, palmbomen, ...
  • βάζω στα ολλανδικά - steken, benutten, instoppen, pakhuis, winkel, magazijn, aandoen, ...
  • βάθρο στα ολλανδικά - grondslag, grond, gronden, voetstuk, base, grondtal, piëdestal, ...
  • βάλτος στα ολλανδικά - broek, ven, moer, moeras, drasland, Marsh, moerassen, ...
Τυχαίες λέξεις
Βάθος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diepte, kolk, diepgaande, grondige, de diepte, diepgaand