Kolk στα ελληνικά

Μετάφραση: kolk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσμα, βάθος, κόλπος, λιμνούλα, γκρεμός, άβυσσος, πισίνα, λίμνη, λίμνης, δεξαμενή, λιμνών
Kolk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kol στα ελληνικά - μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
  • kolen στα ελληνικά - κάρβουνα, άνθρακας, κάρβουνο, άνθρακα, του άνθρακα, τον άνθρακα
  • kolken στα ελληνικά - δίνη, στροβιλίζομαι, στροβιλισμού, στροβίλου, περιδίνησης, στροβιλισμό
  • kolom στα ελληνικά - στύλος, στήλη, στυλοβάτης, κολόνα, πύργος, στήλης, της στήλης
Τυχαίες λέξεις
Kolk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσμα, βάθος, κόλπος, λιμνούλα, γκρεμός, άβυσσος, πισίνα, λίμνη, λίμνης, δεξαμενή, λιμνών