Βαθμιαία στα ολλανδικά

Μετάφραση: βαθμιαία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleidelijk, langzamerhand, geleidelijk aan, langzaam, geleidelijke
Βαθμιαία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθμιαία

βαθμιαία συνώνυμο, βαθμιαία συνώνυμα, βαθμιαία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαθμιαία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθιά στα ολλανδικά - diep, ernstig, diepe, sterk, dieper
  • βαθμίδα στα ολλανδικά - reeks, stand, status, rij, toerbeurt, graad, rang, ...
  • βαθμιαίος στα ολλανδικά - geleidelijk, progressief, vooruitstrevend, progressieve, geleidelijke, progressive
  • βαθμολογώ στα ολλανδικά - gelid, rangschikken, glooiing, reeks, stand, plan, status, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθμιαία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geleidelijk, langzamerhand, geleidelijk aan, langzaam, geleidelijke