Βαθμιαία στα πολωνικά
Μετάφραση: βαθμιαία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powoli, stopniowo, stopniowe, stopniowego, się stopniowo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθμιαία
βαθμιαία συνώνυμο, βαθμιαία συνώνυμα, βαθμιαία λεξικό γλώσσας πολωνικά, βαθμιαία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- βαθιά στα πολωνικά - głęboko, głębokie, mocno, głębiej, głęboki
- βαθμίδα στα πολωνικά - poczet, szereg, ranga, stopień, smrodliwy, ranking, mocny, ...
- βαθμιαίος στα πολωνικά - stopniowy, progresywny, postępowy, progressive, progresywne
- βαθμολογώ στα πολωνικά - ranga, poczet, istny, klasa, rząd, mocny, nachylenie, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθμιαία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: powoli, stopniowo, stopniowe, stopniowego, się stopniowo
Μεταφράσεις: powoli, stopniowo, stopniowe, stopniowego, się stopniowo