Βεβαίως στα ολλανδικά

Μετάφραση: βεβαίως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bepaald, vast, zeker, beslist, ongetwijfeld, wel, stellig
Βεβαίως στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαίως

βεβαίως συνώνυμα, βεβαίως στα γαλλικά, βεβαίως βεβαίως, βέβαια βεβαίως, βεβαίωση μετάφραση, βεβαίως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βεβαίως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βγάζω στα ολλανδικά - doff, de Doff, zich de Doff
  • βδελυρός στα ολλανδικά - afschuwelijk, vuil, obsceen, afgrijselijk, weerzinwekkend, afzichtelijk, afschuwelijke, ...
  • βεβαιότητα στα ολλανδικά - vastigheid, securiteit, vastheid, stelligheid, zekerheid, zeker, zekerheid te, ...
  • βεβαιώνομαι στα ολλανδικά - beveiligen, waarborgen, verzekeren, ik zorg ervoor dat, ik zorg ervoor, ik ervoor zorgen, ik ervoor zorgen dat, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαίως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bepaald, vast, zeker, beslist, ongetwijfeld, wel, stellig