Βραχύλογος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βραχύλογος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beknoptheid, bondigheid, de beknoptheid, beknopt, compactheid
Βραχύλογος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βραχύλογος

βραχύλογος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βραχύλογος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βραχιόλι στα ολλανδικά - armband, bracelet, armbanden, armband van
  • βραχνός στα ολλανδικά - rauw, schor, hees, hese, schorre, rauwe
  • βρεγμένος στα ολλανδικά - nat, vochtig, vocht, natte, vochtige, wet
  • βρογχοκήλη στα ολλανδικά - kropgezwel, struma, krop, goitre, schildkliervergroting
Τυχαίες λέξεις
Βραχύλογος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beknoptheid, bondigheid, de beknoptheid, beknopt, compactheid