Γιαγιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: γιαγιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oma, grootmoeder, de grootmoeder, grootmoeder van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γιαγιά
γιαγιά κάτω παρτάλι, γιαγιά ονειροκρίτης, γιαγιά βάνγκα, γιαγιά πατίνι - τζίμης πανούσης, γιαγιά διώξε τους δαίμονες, γιαγιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γιαγιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γηγενής στα ολλανδικά - autochtoon, inheems, inlands, inboorling, oerbewoner, binnenlands, inlander, ...
- για στα ολλανδικά - haast, bijna, rondom, schier, voor, zowat, om, ...
- γιακάς στα ολλανδικά - halsband, arrestatie, arrest, halsketting, boord, halsboord, kraag, ...
- γιαλός στα ολλανδικά - kust, kustlijn, zeekust, zeekant, strand, seashore, zee
Τυχαίες λέξεις
Γιαγιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oma, grootmoeder, de grootmoeder, grootmoeder van
Μεταφράσεις: oma, grootmoeder, de grootmoeder, grootmoeder van