Γραφικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: γραφικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schilderachtig, vreemdsoortig, vreemd, typisch, eigenaardig, curieus, grafisch, grafische, afbeelding, grafiek, graphic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφικός
γραφικός λεξικό, γραφικός χαρακτήρας προσωπικότητα, γραφικός άνθρωπος, γραφικός χαρακτήρας, γραφικός χαρακτήρας ψυχολογία, γραφικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γραφικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γραφειοκρατικός στα ολλανδικά - bureaucratisch, bureaucratische, bureaucratie, de bureaucratische
- γραφικά στα ολλανδικά - grafiek, aanschouwelijk, grafisch, grafische, voor grafische, een grafische
- γρηγοράδα στα ολλανδικά - snelheid, vlugheid, snelheid waarmee, swiftness
- γροθιά στα ολλανδικά - vuist, knuist, fist, de vuist
Τυχαίες λέξεις
Γραφικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schilderachtig, vreemdsoortig, vreemd, typisch, eigenaardig, curieus, grafisch, grafische, afbeelding, grafiek, graphic
Μεταφράσεις: schilderachtig, vreemdsoortig, vreemd, typisch, eigenaardig, curieus, grafisch, grafische, afbeelding, grafiek, graphic