Διανοούμενοι στα ολλανδικά

Μετάφραση: διανοούμενοι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intellectuelen, intelligentsia, intellect, intelligentia
Διανοούμενοι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανοούμενοι

διανοούμενοι συνθετικα, οργανικοί διανοούμενοι, διανοούμενοι συριζα, διανοούμενοι εκθεση, διανοούμενοι και νεοι, διανοούμενοι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διανοούμενοι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διανομέας στα ολλανδικά - stroomverdeler, postbode, distributeur, verdeler, brievenbesteller, leverancier, distributeurs, ...
  • διανομή στα ολλανδικά - verspreiding, uitreiking, distributie, verdeling, de distributie, spreiding
  • διανοούμενος στα ολλανδικά - verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, intellectuele, de intellectuele, verstandelijke
  • διανύω στα ολλανδικά - bestaan, verkeren, zijn, leven, gereisd, bezocht, reisde, ...
Τυχαίες λέξεις
Διανοούμενοι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: intellectuelen, intelligentsia, intellect, intelligentia