Λέξη: θυσία
Σχετικές λέξεις: θυσία
θυσία ιφιγένειας, θυσία στην αρχαία ελλάδα, θυσία του ισαακ, θυσία ταρκόφσκι, θυσία για την πατρίδα μετάφραση, θυσία για την πατρίδα, θυσία του αβραάμ, θυσία του ταρκόφσκι, θυσία συνώνυμο, θυσία γρηγόρη αυξεντίου
Συνώνυμα: θυσία
προσφορά
Μεταφράσεις: θυσία
θυσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sacrifice, immolation, costs, sacrifice of, a sacrifice
θυσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
víctima, sacrificio, sacrificar, el sacrificio, sacrificios, de sacrificio, elevado de sacrificio
θυσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
opferung, opfer, opfern, Opfer, Opfers
θυσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consacrer, immolation, sacrifice, dévouer, sacrifier, sacrifient, dédier, oblation, offrir, sacrifions, sacrifiez, immoler, victime, sacrifices, le sacrifice, de sacrifice
θυσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio
θυσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sacrifício, centeio, sacrificar, sacrifícios, o sacrifício, sacrifício de
θυσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
offer, opofferen, offeren, aanbieden, opoffering, offerande, offers
θυσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пожертвовать, жертвовать, жертва, убыток, заклание, жертвоприношение, жертвы, жертву, жертвоприношения
θυσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ofre, offer, offeret, slaktoffer
θυσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppoffring, offer, offret, uppoffringar
θυσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhraus, uhri, uhrata, uhrauksen, uhrauksia
θυσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbyde, byde, offer, ofre, opofrelse, ofring
θυσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasvětit, obětování, obětovat, oběť, oběti, obětí
θυσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrzeczenie, poświęcać, poświęcenie, ofiara, ofiary, ofiarą, ofiarę
θυσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áldozat, áldozatot, áldozata, áldozatát, áldozatul
θυσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurban, fedakarlık, feda, fedakârlık, fedakarlığı
θυσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожертвувати, жертва, жертву
θυσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sakrificë, fli, sakrifica, flijim, flijimi
θυσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жертва, жертвоприношение, жертвата, жертви, саможертва
θυσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ахвяра, жертва
θυσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohver, ohverdus, ohverdama, ohverdamine, ohverdada
θυσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žrtvovanje, žrtvovati, žrtva, žrtvu, žrtve, žrtvovanja
θυσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fórna, fórn, sláturfórn, færa fórnir, fórnin
θυσία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
piaculum, devoveo, sacrificium
θυσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auka, aukos, auką, pasiaukojimas, aukojimas
θυσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
upuris, upurēt, ziedot, upuri, upurēšana, upurim
θυσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жртва, жртвувањето, жртвата, жртвување, жртви
θυσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sacrificiu, jertfă, sacrificiul, jertfa, sacrificiului
θυσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žrtvovanje, žrtev, daritev, žrtvovanja, žrtvovati
θυσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obeť, obetu, obete, obeta, obeťou
Στατιστικά δημοτικότητας: θυσία
Τυχαίες λέξεις