Διαχυτικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαχυτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jovialiteit, vrolijkheid, joviality, gemoedelijkheid, joviaal
Διαχυτικότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαχυτικότητα

θερμική διαχυτικότητα, διαχυτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαχυτικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαχειριστικός στα ολλανδικά - administratief, bestuurlijk, leidinggevende, leidinggevend, bestuurlijke, management, managers
  • διαχυτικός στα ολλανδικά - overdreven, effusive, uitbundig, effusieve, uitbundige
  • διαχωρίζω στα ολλανδικά - isoleren, afzonderen, scheiden, dissociëren, distantiëren, te dissociëren, dissocieren
  • διαχωρισμός στα ολλανδικά - clausuur, afscheiding, schifting, scheiding, scheiden, gescheiden, de scheiding
Τυχαίες λέξεις
Διαχυτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jovialiteit, vrolijkheid, joviality, gemoedelijkheid, joviaal