Δρύινος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δρύινος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eiken, eik, eikehouten, oaken, eikenhouten, eikenhout
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρύινος
δρύινος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δρύινος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δρόμος στα ολλανδικά - route, baan, baanvlak, reisplan, tracé, straat, weg, ...
- δρόσος στα ολλανδικά - dauw, dew, morgendauw, de dauw, dauw van
- δυαδικός στα ολλανδικά - binair, binaire, binary, de binaire, van binaire
- δυνάμεις στα ολλανδικά - krachten, strijdkrachten, troepen, machten, de krachten
Τυχαίες λέξεις
Δρύινος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eiken, eik, eikehouten, oaken, eikenhouten, eikenhout
Μεταφράσεις: eiken, eik, eikehouten, oaken, eikenhouten, eikenhout