Eik στα ελληνικά
Μετάφραση: eik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρύινος, βελανιδιά, βελανιδιάς, δρύινο δέντρο, δρυς, βαλανιδιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eigenschap στα ελληνικά - ακίνητο, σπίτι, ποιότητα, περιουσία, κτήμα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ...
- eigentijds στα ελληνικά - σύγχρονος, ταυτόχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο, σύγχρονης, σύγχρονα
- eiken στα ελληνικά - βελανιδιά, δρύινος, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
- eiland στα ελληνικά - νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
Τυχαίες λέξεις
Eik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρύινος, βελανιδιά, βελανιδιάς, δρύινο δέντρο, δρυς, βαλανιδιά
Μεταφράσεις: δρύινος, βελανιδιά, βελανιδιάς, δρύινο δέντρο, δρυς, βαλανιδιά