Εγκεφαλικό στα ολλανδικά
Μετάφραση: εγκεφαλικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκεφαλικό
εγκεφαλικό στέλεχος, εγκεφαλικό ισχαιμικό επεισόδιο, εγκεφαλικό οίδημα, εγκεφαλικό απόστημα, εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκεφαλικό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκαταλείπω στα ολλανδικά - uitvallen, afstaan, prijsgeven, afleggen, overlaten, opgeven, woestijn, ...
- εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά - nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, ...
- εγκεφαλικός στα ολλανδικά - hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen
- εγκλείω στα ολλανδικά - omsluiten, encase, zet je, steken in
Τυχαίες λέξεις
Εγκεφαλικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA
Μεταφράσεις: strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA