Ειρωνικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ειρωνικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ironisch, ironische, ironie
Ειρωνικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ειρωνικός

ειρωνικός συνώνυμα, ειρηνικός ωκεανός, ειρωνικός συνώνυμο, ειρωνικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ειρωνικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ειρωνεία στα ολλανδικά - grijnslachen, spotlachen, ginnegappen, ironie, ironisch, ironische, de ironie
  • ειρωνικά στα ολλανδικά - ironisch, ironisch genoeg, ironische, ironisch genoeg is, De ironie
  • εισάγω στα ολλανδικά - spelen, portee, steken, indoen, importeren, aanbieden, introduceren, ...
  • εισέρχομαι στα ολλανδικά - indoen, insteken, binnenlopen, ingaan, betreden, steken, binnengaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Ειρωνικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ironisch, ironische, ironie