Λέξη: αποχή

Σχετικές λέξεις: αποχή

αποχή από εκλογές, αποχή δικηγόρων αθηνών, αποχή εκλογές, αποχή εκλογές 2014, αποχή δικηγόρων ικα, αποχή δημοτικές εκλογές, αποχή δικηγόρων, αποχή από τις εκλογές κυρώσεις, αποχή δικηγόρων 9 απριλίου 2014, αποχή συμβολαιογράφων

Συνώνυμα: αποχή

εγκράτεια

Μεταφράσεις: αποχή

αποχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forbearance, abstention, abstinence, abstaining, abstentions, abstained

αποχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abstención, la abstención, abstencionismo, de abstención, una abstención

αποχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stundung, duldsamkeit, geduld, nachsicht, Enthaltung, Stimmenthaltung, Enthaltung an, Verzicht

αποχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tolérance, indulgence, patience, clémence, longanimité, prorogation, abstention, l'abstention, une abstention

αποχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tolleranza, astensione, un'astensione, l'astensione, astensionismo

αποχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paciência, abstenção, a abstenção, de abstenção, abstenções

αποχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geduld, lijdzaamheid, onthouding, onthouding haar, onthouding haar goedkeuring, onthouden

αποχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
терпение, снисходительность, воздержанность, терпеливость, сдержанность, воздержание, воздерживаюсь, воздержался, воздержавшемся, воздержания

αποχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
abstention, avholdenhet, avholdende, avhold

αποχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedlagd röst, avstå, avstående, nedlagda röster

αποχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärsivällisyys, maltti, tyhjää, tyhjä, pidättyessä äänestämästä, äänestäessä tyhjää, n pidättyessä äänestämästä

αποχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afståelse, hverken for eller imod, undlod at stemme, stemmeundladelse, undladelse

αποχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strpení, tolerance, snášenlivost, zdržení se, člen se zdržel hlasování, Zdržení se hlasování, zdržel hlasování, zdrženlivost

αποχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobłażliwość, wyrozumiałość, wstrzymanie się od głosu, powstrzymywanie się, wstrzymali się, głosie wstrzymującym się, głosie wstrzymującym

αποχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
türelem, tartózkodás, tartózkodás mellett, tartózkodással, tartózkodás mellett fogadta, távolmaradás

αποχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçınma, çekimser, abstention, çekimserlik, çekimser kalması

αποχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поблажливість, помірність, терплячість, стриманість, утримання, утримується, стримання

αποχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
durimi, abstenim, abstenimi, abstenimi i, abstenimit, abstenimin

αποχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въздържал се, въздържал, въздържане, въздържание, въздържането

αποχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўстрыманне, устрыманне, ўстрымлівасьць, стрыманасць, устрыманьне

αποχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatlikkus, tolerants, hoidumine, erapooletuid oli

αποχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzdržavanje, apstinencija, uzdražavanje, ih uzdražavanje, uzdržljivost

αποχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjásetu, setið hjá, sitja hjá við, sitja hjá

αποχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kantrybė, pakantumas, susilaikymas, susilaikė, susilaikius, nedalyvavimą, susilaikymas nuo balsavimo

αποχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pacietība, atturība, iecietība, atturēšanās, atturoties, atturēšanos, nepiedalīšanos

αποχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздржани, апстиненцијата, Воздржаност, апстинирање, воздржан

αποχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răbdare, abținere, abținerea, abtinere, abținerea de, abtinerea

αποχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tolerance, vzdržan, vzdržanje, vzdržani, vzdržanim glasom, vzdržan glas

αποχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdržanie, zdržania, zdržali, sa zdržali, oneskorenia

Στατιστικά δημοτικότητας: αποχή

Τυχαίες λέξεις