Εκεχειρία στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκεχειρία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand
Εκεχειρία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκεχειρία

ιερή εκεχειρία, εκεχειρία 1914, εκεχειρία βικιπαιδεια, συρία εκεχειρία, εκεχειρία βικιλεξικο, εκεχειρία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκεχειρία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκεί στα ολλανδικά - daarginds, daar, er, daarheen, ginds, aldaar, 'r, ...
  • εκείνος στα ολλανδικά - dat, die, dat de, wat
  • εκζήτηση στα ολλανδικά - aanmatiging, onbescheidenheid, gemaaktheid, onnatuurlijkheid, aanstellerij, pretentie, pretentiousness, ...
  • εκθέτω στα ολλανδικά - tentoonspreiden, presenteren, paraderen, prijken, pronken, uitvoeren, pralen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκεχειρία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand