Εξαίρεση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzondering, behalve, uitgezonderd
Εξαίρεση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαίρεση

εξαίρεση πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή εκλογών, εξαίρεση από κατεδάφιση, εξαίρεση από οαεε, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή, εξαίρεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξαίρεση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξίσου στα ολλανδικά - even, gelijk, evenzeer, gelijkelijk, gelijkmatig
  • εξίσωση στα ολλανδικά - vergelijking, formule
  • εξαίσια στα ολλανδικά - uitgelezen, voortreffelijk, prachtige, exquise, uitstekende
  • εξαίσιος στα ολλανδικά - luisterrijk, schitterend, groots, uitmuntend, prachtig, overweldigend, voortreffelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξαίρεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitzondering, behalve, uitgezonderd