Εξαίρεση στα ουγγρικά
Μετάφραση: εξαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivétel, kivételével, kivéve, kivételt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαίρεση
εξαίρεση πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή εκλογών, εξαίρεση από κατεδάφιση, εξαίρεση από οαεε, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή, εξαίρεση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξαίρεση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εξίσου στα ουγγρικά - egyaránt, egyformán, egyenlő, ugyanolyan, egyenlően
- εξίσωση στα ουγγρικά - egyenlet, egyenletet, egyenlettel, egyenletben, egyenletnek
- εξαίσια στα ουγγρικά - tökéletes, gyönyörű, remek, finom, kitűnő
- εξαίσιος στα ουγγρικά - remek, pompás, a remek, klassz
Τυχαίες λέξεις
Εξαίρεση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kivétel, kivételével, kivéve, kivételt
Μεταφράσεις: kivétel, kivételével, kivéve, kivételt