Εξατμίζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: εξατμίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitdampen, indampen, damp, dampen, waterdamp, stoom, damp-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξατμίζομαι
εξατμίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξατμίζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εξασκώ στα ολλανδικά - oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice
- εξασφαλίζω στα ολλανδικά - waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me
- εξαφάνιση στα ολλανδικά - verdwijning, verdwijnen, wegvallen, verdwenen, het verdwijnen
- εξαφανίζομαι στα ολλανδικά - verdwijnen, wijken, verdwijnt, verdwenen, laten verdwijnen
Τυχαίες λέξεις
Εξατμίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitdampen, indampen, damp, dampen, waterdamp, stoom, damp-
Μεταφράσεις: uitdampen, indampen, damp, dampen, waterdamp, stoom, damp-