Λέξη: κακομοιριά
Συνώνυμα: κακομοιριά
μιζέρια, αθλιότητα, αθλιότης, ελεεινότης, ελεεινότητα, φτώχεια, πτώχεια, εξαθλίωση, ανέχεια, απορία
Μεταφράσεις: κακομοιριά
κακομοιριά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
squalor, misery, wretchedness, wretchedness of
κακομοιριά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mugre, miseria, la miseria, sufrimiento, desdicha, miserias
κακομοιριά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmutz, elend, Elend, Misere, Elends, Not, Unglück
κακομοιριά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pauvreté, pénurie, débine, crasse, saleté, souillure, misère, ordure, la misère, malheur, misères, de misère
κακομοιριά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miseria, la miseria, infelicità, sofferenza, miserie
κακομοιριά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
miséria, sofrimento, a miséria, infelicidade, desgraça
κακομοιριά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ellende, miserie, misère, de ellende, leed
κακομοιριά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запущенность, убожество, нищета, грязь, заброшенность, страдание, страдания, несчастье, несчастья
κακομοιριά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skitt, elendighet, elendigheten, lidelse, nød, ulykke
κακομοιριά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elände, misär, eländet, misären, lidande
κακομοιριά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurjuus, kurjuutta, kurjuuden, kurjuuteen, kurjuudesta
κακομοιριά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elendighed, elendigheden, ulykke, lidelser
κακομοιριά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bída, nečistota, špína, utrpení, neštěstí, trápení, bídu
κακομοιριά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plugastwo, brud, nędza, niedola, nieszczęście, nędzy, bieda
κακομοιριά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomor, szenvedés, nyomorúságot, nyomort, a nyomor
κακομοιριά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sefalet, misery, sefaletin, sefaleti, mutsuzluk
κακομοιριά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злиденність, убожество, грязюка, занедбаність, злидні, убогість, бідність, вбогість
κακομοιριά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjerim, mjerimi, mjerimit, mjerimi i
κακομοιριά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мизерия, нещастие, мизерията, нещастието, страдание
κακομοιριά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галеча, беднасць, жабрацтва, нэндза
κακομοιριά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
närusus, räpasus, viletsus, häda, viletsust, viletsuse, viletsuses
κακομοιριά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeda, zapuštenost, siromaštvo, prljavština, bijedu, nesreća, jad, bijede
κακομοιριά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eymd
κακομοιριά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vargas, kančia, skurdas, kančių, bėda
κακομοιριά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
posts, bēdas, postu, ciešanas
κακομοιριά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
беда, мизерија, мизеријата, бедата, несреќа
κακομοιριά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mizerie, mizeria, mizeriei, suferință, nefericire
κακομοιριά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
misery, beda, bedo, bede
κακομοιριά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bieda, bída, chudoba, nešťastie, nahota