Επιδαψίλευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιδαψίλευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
epidapsilefsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδαψίλευση
επιδαψίλευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιδαψίλευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιδέξια στα ολλανδικά - kundig, bekwaam, vakkundig, toeverlaat, knap
- επιδέξιος στα ολλανδικά - vakman, knap, bekwaam, bedreven, behendig, deskundig, adept, ...
- επιδαψιλεύω στα ολλανδικά - kwistig, douchen, douche, stortbad, weelderige, royale, overvloedige, ...
- επιδείνωση στα ολλανδικά - verergering, verzwaring, ergernis, verslechtering, een verergering
Τυχαίες λέξεις
Επιδαψίλευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: epidapsilefsi
Μεταφράσεις: epidapsilefsi