Επισκέπτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: επισκέπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezoeker, bezoekers, van bezoekers, bezoekersgegevens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισκέπτης
επισκέπτης υγείας, επισκέπτης της ομίχλης ο, επισκέπτης υγείας τει, επισκέπτης καθηγητής πανεπιστημίου κύπρου, επισκέπτης από την κόλαση (2001), επισκέπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επισκέπτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιρροή στα ολλανδικά - invloed, inwerking, beïnvloeden, invloed van, invloed hebben, de invloed
- επισημαίνω στα ολλανδικά - spikkel, aanduiden, stadie, tentoonspreiden, wijzen, aanwijzen, detail, ...
- επισκέπτομαι στα ολλανδικά - bezoek, visite, bezoeken, afgaan, opzoeken, bezoekje, verblijven
- επισκευάζω στα ολλανδικά - flikken, lappen, verhelpen, maken, reparatie, oplappen, stoppen, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισκέπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezoeker, bezoekers, van bezoekers, bezoekersgegevens
Μεταφράσεις: bezoeker, bezoekers, van bezoekers, bezoekersgegevens