Ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευαγγελίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangehangen, omhelsd, espoused, omarmde, ondertrouwd
Ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευαγγελίζομαι

ευαγγελίζομαι σημασία, ευαγγελίζομαι ετυμολογια, ευαγγελίζομαι υμιν, ευαγγελίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευαίσθητος στα ολλανδικά - receptief, ontvankelijk, gevoelig, gevoelige, kwetsbare, gevoeliger, gevoelig zijn
  • ευαγγέλιο στα ολλανδικά - evangelie, gospel, evangelie te, het evangelie
  • ευαισθησία στα ολλανδικά - ontvankelijkheid, vatbaarheid, gevoeligheid, de gevoeligheid, gevoeligheid voor, susceptibiliteit
  • ευανάγνωστος στα ολλανδικά - leesbaar, leesbare, leesbaar is, gelezen, afleesbaar
Τυχαίες λέξεις
Ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aangehangen, omhelsd, espoused, omarmde, ondertrouwd