Ευμετάβλητος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευμετάβλητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veranderlijk, veranderlijke, beweeglijke, mutable, beweeglijk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευμετάβλητος
ευμετάβλητος/η, ευμετάβλητος λεξικο, ευμετάβλητος αγγλικα, ευμετάβλητος σημασια, ευμετάβλητοσ συνώνυμο, ευμετάβλητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευμετάβλητος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευλύγιστος στα ολλανδικά - buigzaam, smijdig, lenig, buigbaar, soepel, limber, lenige, ...
- ευμενής στα ολλανδικά - goedgezind, gunstig, toegenegen, genadig, gunstige, gunstig is, gunstig zijn
- ευμεταβλησία στα ολλανδικά - evmetavlisia
- ευνουχισμός στα ολλανδικά - castratie, castreren, de castratie, het castreren
Τυχαίες λέξεις
Ευμετάβλητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veranderlijk, veranderlijke, beweeglijke, mutable, beweeglijk
Μεταφράσεις: veranderlijk, veranderlijke, beweeglijke, mutable, beweeglijk