Ευνουχισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευνουχισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
castratie, castreren, de castratie, het castreren
Ευνουχισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευνουχισμός

ευνουχισμός μεταφορικά, χημικόσ ευνουχισμόσ, ευνουχισμός χοίρων, ευνουχισμός γάτου, χειρουργικός ευνουχισμός, ευνουχισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευνουχισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευμετάβλητος στα ολλανδικά - veranderlijk, veranderlijke, beweeglijke, mutable, beweeglijk
  • ευμεταβλησία στα ολλανδικά - evmetavlisia
  • ευνοϊκά στα ολλανδικά - gunstig, positief, gunstige, gunstiger, een gunstige
  • ευνοϊκός στα ολλανδικά - goedgezind, gunstig, toegenegen, gunstige, gunstiger, positief, positieve
Τυχαίες λέξεις
Ευνουχισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: castratie, castreren, de castratie, het castreren