Ευφυΐα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευφυΐα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten
Ευφυΐα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευφυΐα

καταθλιψη ευφυΐα, επιχειρησιακή ευφυΐα, απόλυτη ευφυΐα, ευφυΐα/χαρισματικά παιδιά, επιχειρηματική ευφυΐα, ευφυΐα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευφυΐα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευφροσύνη στα ολλανδικά - verrukken, gleefulness
  • ευφρόσυνος στα ολλανδικά - beeldig, heerlijk, betoverend, verrukkelijk, juichend, jubelend, jubilant, ...
  • ευφυής στα ολλανδικά - spits, pienter, scherpzinnig, snugger, vernuftig, schrander, geestig, ...
  • ευφυολόγημα στα ολλανδικά - geestigheid, kwinkslag, gevatte opmerking, boutade, witticism
Τυχαίες λέξεις
Ευφυΐα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten