Εύρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εύρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amplitude, breedte, wijdte, breed, breedte van, de breedte
Εύρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύρος

εύρος τιμών, εύρος ζώνης, εύρος στατιστική, εύρος αντωνίου - αετοί και άγγελοι στίχοι, εύρος συνώνυμο, εύρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εύρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εύπορος στα ολλανδικά - rijk, zijrivier, vermogend, gefortuneerd, zuinig, spaarzaam, Thrifty, ...
  • εύρημα στα ολλανδικά - treffen, vinden, ontdekken, bevinden, aantreffen, te vinden, vind, ...
  • εύσαρκος στα ολλανδικά - dik, lijvig, corpulent, corpulente, zwaarlijvige, gezet, zwaarlijvig
  • εύσπλαχνος στα ολλανδικά - goedertieren, barmhartig, genadig, barmhartige, genadige, barmhartigen
Τυχαίες λέξεις
Εύρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: amplitude, breedte, wijdte, breed, breedte van, de breedte