Κακομεταχειρίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κακομεταχειρίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toetakelen, manhandle, door menskracht bewegen, ruw behandelen
Κακομεταχειρίζομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακομεταχειρίζομαι

κακομεταχειρίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κακομεταχειρίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κακολογώ στα ολλανδικά - schadelijk, badmouth, belastert
  • κακομαθαίνω στα ολλανδικά - stukmaken, schenden, toetakelen, havenen, verwennen, verknoeien, beschadigen, ...
  • κακομοιριά στα ολλανδικά - ellende, miserie, misère, de ellende, leed
  • κακοποιός στα ολλανδικά - curve, krommen, bocht, ploert, boef, schavuit, misdadiger, ...
Τυχαίες λέξεις
Κακομεταχειρίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toetakelen, manhandle, door menskracht bewegen, ruw behandelen