Λέξη: καφάσι
Σχετικές λέξεις: καφάσι
καφάσι ξύλινο
Συνώνυμα: καφάσι
πανέρι, δικτυωτό, κιγκλίδωμα
Μεταφράσεις: καφάσι
καφάσι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crate, lattice, skep, the crate, crate is
καφάσι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enrejado, celosía, de celosía, reticular, retícula
καφάσι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lattenkiste, kiste, Gitter, Gitters
καφάσι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cageot, caisse, guimbarde, treillis, réseau, maille, grille, lattice
καφάσι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cassa, reticolo, grata, lattice, traliccio, reticolare
καφάσι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gelosia, grade, estrutura, treliça, malha
καφάσι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krat, traliewerk, rasterwerk, rooster, lattice, raster
καφάσι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ящик, рама, решетка, решетки, решеточной, решеткой, решетку
καφάσι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kasse, gitter, gitteret, Gitterpunkt, lattice
καφάσι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gitter, lattice, galler
καφάσι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolli, ristikko, Lattice, hila, hilan, ristikon
καφάσι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gitter, lattice, gitteret, gitterstruktur
καφάσι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kraksna, bedna, mřížoví, mřížka, mříž, příhradové, příhradový
καφάσι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
landara, skrzynka, skrzynia, kaseta, paka, krata, kratownica, kraty, lattice, kratowe
καφάσι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rács, rácsos, lattice, rácsszerkezetű, rácson
καφάσι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandık, kafes, örgü, latis, kafesli, lattice
καφάσι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
решітка, грати, світу, ґрати, сітка
καφάσι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grilë, thurimë, rrjetë teli, rrethoj me rrjetë, e grilë
καφάσι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щик, решетка, решетката, решетъчна, решетъчни, метална решетка
καφάσι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рашотка, краты, кратка
καφάσι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kast, laudkast, võre, kristallvõre, sõrestik, lattice, võres
καφάσι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rešetka, rešetke, rešetkasti, lattice, rešetku
καφάσι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grindurnar, grindarbyggingu, grind, grindin, grindarpunktur
καφάσι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grotelės, grotelių, lattice, gardelės, ažūriniai
καφάσι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
režģis, režģa, režģu, lattice, režģi
καφάσι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
решетки, решетка, хелиум, решеткасти, решеткаста
καφάσι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zăbrele, grilaj, latice, cu zăbrele, lattice
καφάσι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
basa, rešetke, mreža, mrežni, rešetka, predalčni
καφάσι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
basa, mreží, mreže, mriežovky, mriežku, mriežkovania
Τυχαίες λέξεις