Καλοήθης στα ολλανδικά
Μετάφραση: καλοήθης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedaardig, onschuldig, goedaardige, benigne, gunstige, gunstig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλοήθης
καλοήθης σκλήρυνση κατά πλάκας, καλοήθης παροδική υπερφωσφαταιμία, καλοήθης όγκος, καλοήθης όγκος μαστού, καλοήθης διόγκωση ή υπερπλασία του προστάτη, καλοήθης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλοήθης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καλλονή στα ολλανδικά - schone, knapheid, stuk, schoonheid, fraaiheid, Beauty, Schoonheidsverkiezingen, ...
- καλλωπίζω στα ολλανδικά - decoreren, verfraaien, flatteren, vermooien, versieren, uitdossen, opsieren, ...
- καλοκάγαθος στα ολλανδικά - onschuldig, goedaardig, welwillend, welwillende, goedgunstige, weldadige, goedwillende
- καλοκαίρι στα ολλανδικά - zomer, de zomer, summer
Τυχαίες λέξεις
Καλοήθης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: goedaardig, onschuldig, goedaardige, benigne, gunstige, gunstig
Μεταφράσεις: goedaardig, onschuldig, goedaardige, benigne, gunstige, gunstig