Goedaardig στα ελληνικά
Μετάφραση: goedaardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήπιος, καλοκάγαθος, καλοήθης, καλοήθη, καλοήθεις, καλοήθους, καλοήθων
Μεταφράσεις
- godvrezend στα ελληνικά - ευσεβής, ευσεβείς, ευσεβή, ευσεβών, ευσεβούς
- goed στα ελληνικά - καλός, αναβλύζω, κτήση, δεξιός, διορθώνω, πηγάδι, έδαφος, ...
- goederen στα ελληνικά - εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
- goedertieren στα ελληνικά - εύσπλαχνος, επιεικής, ήπιος, Clement, ο Κλήμης, με το συμβεβλημένο πάροχο
Τυχαίες λέξεις
Goedaardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήπιος, καλοκάγαθος, καλοήθης, καλοήθη, καλοήθεις, καλοήθους, καλοήθων
Μεταφράσεις: ήπιος, καλοκάγαθος, καλοήθης, καλοήθη, καλοήθεις, καλοήθους, καλοήθων