Καλόκαρδος στα ολλανδικά

Μετάφραση: καλόκαρδος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedhartig, goedhartige, gemoedelijke, vriendelijk gestemde
Καλόκαρδος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλόκαρδος

καλόκαρδος συνώνυμα, καλόκαρδος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλόκαρδος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καλόβουλος στα ολλανδικά - gehard, getemperd, getemperde, aangemaakt, aangemaakte
  • καλόγερος στα ολλανδικά - monnik, monk, monniken, kloosterling
  • καλός στα ολλανδικά - bekwaam, welnu, bedreven, geslacht, vakman, welwillend, deskundig, ...
  • καλότυχος στα ολλανδικά - gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, fortuinlijke
Τυχαίες λέξεις
Καλόκαρδος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: goedhartig, goedhartige, gemoedelijke, vriendelijk gestemde