Καταδικαστέος στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταδικαστέος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laakbaar, verdoemelijk, vervloekt, verdoemelijke, verderfelijke, vervloekte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδικαστέος
καταδικαστέος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταδικαστέος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταδικάζω στα ολλανδικά - afkeuren, frase, zin, veroordelen, zinsnede, volzin, vonnissen, ...
- καταδικασμένος στα ολλανδικά - verdoemde, gedoemd, veroordeeld, ten dode opgeschreven, verdoemd
- καταδιώκω στα ολλανδικά - vervolgen, achtervolgen, najagen, jacht, jagen, Chase
- καταδυνάστευση στα ολλανδικά - onderdrukking, verdrukking, de onderdrukking, onderdrukt, druk
Τυχαίες λέξεις
Καταδικαστέος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: laakbaar, verdoemelijk, vervloekt, verdoemelijke, verderfelijke, vervloekte
Μεταφράσεις: laakbaar, verdoemelijk, vervloekt, verdoemelijke, verderfelijke, vervloekte