Λέξη: ντους

Σχετικές λέξεις: ντους

ντους καμπινγκ, ντους πουα, ντους ονειροκριτης, ντους εξωτερικου χωρου, ντους κηπου, ντους μπιντε, ντους μπανιου, ντους οροφης, ντους πισινας, ντους με led

Συνώνυμα: ντους

καταιόνηση, πλύση μέσω ραντίσματος, κάνω ντους, δεικνύων, μπόρα, καταιγισμός, επιδεικνύων, εκθέτων, λούτρο για καταινόηση

Μεταφράσεις: ντους

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shower, showers, a shower, shower room, the shower
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aguacero, lluvia, ducha, de ducha, la ducha, ducha de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dusche, schauer, regenschauer, Dusche, Dusch, Regen, Schauer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douchez, averse, tub, ondée, douche, douchent, abat, déluge, pluie, giboulée, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
doccia, acquazzone, rovescio, di doccia, la doccia, pioggia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chuveiro, mostrar, expor, exibir, ducha, duche, chá de, chuveiro de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
douche, douchen, stortbad, een douche, bad, shower
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспонент, дождик, осыпать, град, ливень, орошать, забрасывать, поливать, душ, душевая, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byge, dusj, skur, dusjen, shower
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dusch, shower, badrum
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaatosade, syytää, suihku, ryöppy, rankkasade, sadekuuro, suihkulla, suihkua, allas, suihkussa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brusebad, bruser, bad, brus, brusekabine
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sprcha, osprchování, přeháňka, sprchování, sprška, sprchový kout, sprchový, sprchou, shower
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przelotność, ulewa, wylew, natrysk, prysznic, prysznicem, prysznicowa, kabina prysznicowa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zuhany, zuhanyzó, zuhanyozófülkével, zuhanyzóval, zuhanyozó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duş, Ücretsiz, shower, duþ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поливати, зрошувати, занедбувати, душ, закидати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dush, dush të, shi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
душ, душ кабина, телевизор, вана, с душ
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
душ, душаў, душы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valang, pritsima, dušš, hotellid, teler, shower, duši
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pljuštati, pljusak, liti, tuš, pokazivač, kiša, tuša, tušem, tuš kabina, tuš kada
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sturta, sturtu, hjólastólsaðgengi, Veitingahús
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pluvia
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dušas, viešbučiai, dušo, shower, televizorius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
duša, dušas, rakstā, shower, zāle
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
туш, за туширање, туширање, туш кабина
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
duş, du, expozant, duș, dus, cabină de duș, de duș, de dus
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tuš, prha, tuš kabina, televizija, prho
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprcha, sprchy

Στατιστικά δημοτικότητας: ντους

Τυχαίες λέξεις