Λέξη: σεξουαλικός

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικός

σεξουαλικός τουρισμός, σεξουαλικόσ σαδισμόσ, σεξουαλικός αυτισμός, σεξουαλικός διμορφισμός, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλικός$el, σεξουαλικός ερεθισμός, σεξουαλικός εκφοβισμός, σεξουαλικός προσανατολισμός, σεξουαλικός εθισμός

Συνώνυμα: σεξουαλικός

γεννητικός, φύλων

Μεταφράσεις: σεξουαλικός

σεξουαλικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sexual, sex, genital, sexy

σεξουαλικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sexual, sexuales, sexual de

σεξουαλικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sexuell, geschlechtlich, sexuelle, sexuellen, sexueller, Sexual

σεξουαλικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sexuel, historique, sexuelle, sexuelles, sexuels

σεξουαλικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sessuale, sessuali

σεξουαλικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexual, sexuais

σεξουαλικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seksueel, geslachtelijk, generatief, seksuele, sexuele, de seksuele, van seksuele

σεξουαλικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сексуальный, половой, сексуальное, сексуальной, сексуального, сексуальная

σεξουαλικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seksuell, seksuelle, seksuelt, seksual, seksualisert

σεξουαλικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sexuell, sexuella, sexuellt, köns

σεξουαλικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seksuaalinen, sukupuolinen, seksuaalisen, seksuaalista, sukupuoliseen, seksuaaliseen

σεξουαλικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
seksuel, seksuelle, seksuelt, sex

σεξουαλικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sexuální, pohlavní, sexuálního, sexuálním, pohlavního

σεξουαλικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
seksualny, płciowy, cielesny, seksualną, seksualne, seksualnego

σεξουαλικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szexuális, a szexuális, nemi, a nemi

σεξουαλικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cinsel, seksüel, Seks

σεξουαλικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сексуальний, статевий, сексуальне, сексуальну, сексуальна

σεξουαλικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
seksual, seksuale, seksual të

σεξουαλικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сексуален, полов, сексуална, сексуално, сексуалната

σεξουαλικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэксуальнае, сэксуальная, сэксуальны, сексуальнае, сэксуальную

σεξουαλικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seksuaalne, seksuaalse, seksuaalset, seksuaal-, seksuaalsest

σεξουαλικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spolni, seksualni, čulni, seksualan, seksualne, seksualno, seksualna

σεξουαλικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kynferðislega, kynferðislegt, kynferðisleg, kynlíf, kynferðislegri

σεξουαλικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
seksualinis, seksualinės, seksualinė, lytinės, seksualinio

σεξουαλικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
seksuāls, seksuālās, seksuālo, seksuālā, seksuāla

σεξουαλικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сексуална, сексуалната, сексуалното, сексуални, сексуално

σεξουαλικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sexual, sexuală, sexuale, sexuala

σεξουαλικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spolno, spolna, spolne, spolni, spolnega

σεξουαλικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohlavní, sexuálnej, sexuálne, sexuálnu, sexuálna, sexuálny
Τυχαίες λέξεις