Καταλληλότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταλληλότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geschiktheid, fitness, fitnesscentrum, fitnessruimte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταλληλότητα
καταλληλότητα παραλιών σαλαμίνας, καταλληλότητα συνώνυμο, καταλληλότητα παραλιών αττικής 2013, καταλληλότητα παραλιών αττικής, καταλληλότητα οικοπέδου, καταλληλότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταλληλότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταλαλώ στα ολλανδικά - katalalo
- καταλαμβάνω στα ολλανδικά - vorderen, bemachtigen, grijpen, bewonen, bekleden, bezetten, aangrijpen, ...
- καταλύω στα ολλανδικά - katalyseren, te katalyseren, katalysator, katalyseren van, het katalyseren
- καταμέτρηση στα ολλανδικά - mate, maat, grootte, dimensie, afmeting, tellen, optellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταλληλότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geschiktheid, fitness, fitnesscentrum, fitnessruimte
Μεταφράσεις: geschiktheid, fitness, fitnesscentrum, fitnessruimte