Λέξη: αυτοκράτορας

Σχετικές λέξεις: αυτοκράτορας

αυτοκράτορας αύγουστος, αυτοκράτορας αδριανός, αυτοκράτορας φωκάς, αυτοκράτορας τιβέριος, αυτοκράτορας ηράκλειος, αυτοκράτορας σε 8 λεπτά, αυτοκράτορας θεόφιλος, αυτοκράτορας ηρακλείου, αυτοκράτορας μαυρίκιος, αυτοκράτορας τραιανός

Συνώνυμα: αυτοκράτορας

κάιζερ, αυτωκράτωρ, αυτοκράτωρ

Μεταφράσεις: αυτοκράτορας

αυτοκράτορας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autocrat, emperor, the emperor

αυτοκράτορας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emperador, autócrata, el emperador, emperador de, del emperador

αυτοκράτορας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
imperator, kaiser, alleinherrscher, autokrat, Kaiser, Kaisers, Emperor, Herrscher

αυτοκράτορας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empereur, autocrate, l'empereur, Emperor

αυτοκράτορας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperatore, dell'imperatore, Emperor, all'imperatore, dall'imperatore

αυτοκράτορας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imperador, emperor, o Imperador

αυτοκράτορας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keizer, Emperor, de keizer

αυτοκράτορας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самодержец, автократ, деспот, император, императором, императора, Emperor, императору

αυτοκράτορας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
keiser, keiseren, Emperor, keiserens, Kejser

αυτοκράτορας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kejsare, kejsaren, Emperor, kejsarens, kejsar

αυτοκράτορας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keisari, Emperor, keisarin, keisarille, keisariksi

αυτοκράτορας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kejser, tyran, despot, kejseren, Emperor, kejserens

αυτοκράτορας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
císař, samovládce, autokrat, císařem, Emperor, císaře, imperátor

αυτοκράτορας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
imperator, autokrata, jedynowładca, samowładca, cesarz, Emperor, cesarza, cesarzem

αυτοκράτορας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
császár, Emperor, császári, uralkodó, császárt

αυτοκράτορας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imparator, Emperor, imparatoru, imparatorun

αυτοκράτορας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імператор, автократ, самодержець, імператоре, деспот

αυτοκράτορας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
perandor, perandori, perandori i, perandorit, perandor i

αυτοκράτορας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
император, тиран, самодържец, кайзер, императора, Emperor, за император

αυτοκράτορας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імператар, імпэратар

αυτοκράτορας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autokraat, tsaar, isevalitseja, keiser, imperaator, keisri, Emperor, imperaatori

αυτοκράτορας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samodržac, imperator, car, caru, cara, vladar, Emperor

αυτοκράτορας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
keisari, keisarinn, keisara, Emperor

αυτοκράτορας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
imperator

αυτοκράτορας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imperatorius, tironas, autokratas, despotas, Emperor, imperatoriaus, imperatoriumi, karališkųjų

αυτοκράτορας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
despots, autokrāts, patvaldnieks, tirāns, imperators, ķeizars, imperatoru, Emperor

αυτοκράτορας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
императорот, царот, цар, император

αυτοκράτορας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
despot, împărat, Împăratul, împăratului, imparat, Imparatul

αυτοκράτορας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cesar, cesarja, cesar je, vladar, emperor

αυτοκράτορας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cisár, císař

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτοκράτορας

Τυχαίες λέξεις